φασκελώνω

φασκελώνω
φασκελώνω, φασκέλωσα βλ. πίν. 3

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φασκελώνω — και σφακελώνω Ν [φάσκελο / σφάκελο] μουντζώνω …   Dictionary of Greek

  • φασκελώνω — φασκέλωσα, φασκελώθηκα, φασκελωμένος, μουντζώνω: Τον φασκέλωσε με τα δυο του χέρια και του είπε: να, πάρ τα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φασκέλωμα — και σφακέλωμα, το, Ν [φασκελώνω / σφακελώνω] η ενέργεια τού φασκελώνω …   Dictionary of Greek

  • φασκελοκουκουλώνω — Ν φασκελώνω έντονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φασκελώνω + κουκουλώνω] …   Dictionary of Greek

  • μουντζώνω — και μουτζώνω (Μ μουντζώνω και μουτζώνω και μουζώνω) νεοελλ. 1. κάνω σε κάποιον την υβριστική χειρονομία τής μούντζας, φασκελώνω 2. εγκαταλείπω κάποιον ή κάτι από περιφρόνηση ή από αγανάκτηση, παραιτούμαι από κάτι, τά παρατάω («μούντζωσέ τα και… …   Dictionary of Greek

  • σφακελώνω — Ν βλ. φασκελώνω …   Dictionary of Greek

  • μουντζώνω — μούντζωσα, μουντζώθηκα, μουντζωμένος 1. κάνω προσβλητική χειρονομία με ανοιχτή παλάμη, δίνω μούντζες, φασκελώνω: Οι συγγενείς του θύματος έβρισαν και μούντζωσαν το φονιά. 2. μτφ., εγκαταλείπω κάτι με αγανάχτηση, περιφρονώ: Μούντζωσε την… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τυφλώνω — τύφλωσα, τυφλώθηκα, τυφλωμένος 1. κάνω κάποιον στραβό, του στερώ την όραση, τον, στραβώνω: Τυφλώθηκε από μια έκρηξη. 2. θαμπώνω την όραση, τη λιγοστεύω πολύ: Μας τύφλωσε το αυτοκίνητο με τον προβολέα του. 3. μτφ., σκοτίζω την κρίση κάποιου, του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φασκελοκουκουλώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, φασκελώνω (βλ. λ.) με πάθος, με δύναμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”